- πείσεται
- πάσχωhavefut ind mid 3rd sgπείθωpersuadeaor subj mid 3rd sg (epic)πείθωpersuadefut ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πείσεθ' — πείσεται , πάσχω have fut ind mid 3rd sg πείσετε , πείθω persuade aor subj act 2nd pl (epic) πείσετε , πείθω persuade fut ind act 2nd pl πείσεται , πείθω persuade aor subj mid 3rd sg (epic) πείσεται , πείθω persuade fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείσετ' — πείσεται , πάσχω have fut ind mid 3rd sg πείσετε , πείθω persuade aor subj act 2nd pl (epic) πείσετε , πείθω persuade fut ind act 2nd pl πείσεται , πείθω persuade aor subj mid 3rd sg (epic) πείσεται , πείθω persuade fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτάπυργος — ἑπτάπυργος, ον (Α) 1. (για οχυρωμένη περιοχή) με επτά πύργους («εἴ τι πείσεται ἑπτάπυργος ἅδε γᾱ», Ευρ.) 2. αυτός που προέρχεται από επτά γενναίους άντρες («οὕτως ἡ ἑπτάπυργος τών νεανίσκων εὐλογιστία... τὴν τῶν παθῶν ἐνίκησεν ἀκολασίαν», ΠΔ) … Dictionary of Greek